ἐποίκους

ἐποίκους
ἔποικος
settler
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Demosthene — Démosthène Pour les articles homonymes, voir Démosthène (homonymie). Buste de Démosthène, copie romaine d une statue de Polyeuctos, musée du Louvre …   Wikipédia en Français

  • Démosthène — Pour les articles homonymes, voir Démosthène (homonymie). Démosthène …   Wikipédia en Français

  • Démosthènes — Démosthène Pour les articles homonymes, voir Démosthène (homonymie). Buste de Démosthène, copie romaine d une statue de Polyeuctos, musée du Louvre …   Wikipédia en Français

  • αντεισοικίζω — ἀντεισοικίζω (Μ) [εισοικίζω] εγκαθιστώ και εγώ εποίκους σ ένα μέρος …   Dictionary of Greek

  • εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …   Dictionary of Greek

  • κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… …   Dictionary of Greek

  • κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… …   Dictionary of Greek

  • οικίζω — (Α οἰκίζω) [οίκος] κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία αρχ. 1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους 2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”